Μεθόντας πάνω στα κύματα αγνοούσε τον τρόπο
που η νύχτα μπορεί και φέρνει το φως και η μέρα το σκοτάδι.
Μόνος, παρέα με εκατομμύρια ανάσες πέτρινες αλμυρά βρεγμένες
γιγαντωνόταν μπροστά στην αποροία των βλεμμάτων.
Άθελα του έφτιαχνε σύμπατα ξαρμυρισμένα τρίβοντας αναμεσα
στα βότσαλα τα θέλω του...
...κ'ύστερα τα συμφωνούσε με το διάολο
που κοίταζε ειρωνικά.
Πόσο δυνατά λόγιαζε πράγματα φτηνά...?
Ήταν σα σκυλί δαρμένο που λυσσασμένο πια δάγκωνε τον αφέντη του,
χωρίς να θέλει να τον πονέσει.
Χρόνια φτιαγμένα από στιγμές και γεμισμένα από σκόνη
τόσο νόστιμη όσο ένα ποτήρι νερό όταν διψάς
Καλό ξημέρωμα πάλι..